-ώδης

-ώδης
ΝΜΑ
β' συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ- τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β' συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α' συνθετικού ταιριάζει με τη σημασία τού β' συνθετικού -ώδης: εὐ-ώδης «αυτός που έχει ευχάριστη μυρωδιά», δυσ-ώδης «αυτός που μυρίζει δυσάρεστα», ἀνθεμ-ώδης «αυτός που μοσχοβολάει, είναι γεμάτος με λουλούδια». Το β' συνθετικό -ώδης, ήδη από τη μτγν. Ελληνική, χάνει την αρχική του σημασία και εξελίσσεται σε απλή κατάληξη, με μεγάλη παραγωγική δύναμη και στη Νέα Ελληνική, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή ή την ιδιότητα που δηλώνει το α' συνθετικό (πρβλ. αἰνιγματ-ώδης, δερματ-ώδης, παροιμι-ώδης).
Τα επίθετα σε -ώδης, σύμφωνα με την τελευταία τους σημασία, εμφανίζονται ως συνώνυμα τών επιθέτων σε -ειδής* (πρβλ. ᾠο-ειδής και -ώδης «αυτός που έχει σχήμα ή μορφή αβγού»). Τα περισσότερα από τα επίθετα σε -ώδης έχουν παραχθεί από ουσιαστικά (πρβλ. θάνατος: θανατ-ώδης, ἰχθύς: ἰχθυ-ώδης, λίθος: λιθ-ώδης, ὕπνος: ὕπν-ώδης κ.ά.). Υπάρχουν όμως και μερικά επίθετα σε -ώδης που έχουν παραχθεί από επίθετα και από ρήματα (πρβλ. ἄγρυπνος: ἀγρυπν-ώδης, ἁλμυρός: ἁλμυρ-ώδης και πρέπω: πρεπ-ώδης, δάκνω: δακν-ώδης)].
Παραδείγματα σύνθ. σε -ώδης:
αγαλματώδης, αγγειώδης, αδενώδης, αερώδης, αιθαλώδης, αιθεριώδης, αινιγματώδης, αιματώδης, αιτιώδης, ακανθώδης, ακτινώδης, αλευρώδης, αλσώδης, αμμώδης, ανδρώδης, ανθρακώδης, ανθώδης, αποστηματώδης, αραχνώδης, αργιλώδης, αρωματώδης, ασβεστώδης, αστερώδης, ασφαλτώδης, ατμώδης, αφθώδης, αφρώδης, αχυρώδης
βαραθρώδης, βατώδης, βλακώδης, βλεννώδης, βολβώδης, βορβορώδης, βοστρυχώδης, βουνώδης, βοώδης, βραχώδης, βρεφώδης, βροντώδης, βρυώδης
γαγγλιώδης, γαγγραινώδης, γαλακτώδης, γεώδης, γιγαντώδης, γλοιώδης, γονατώδης, γραώδης, γριφώδης, γυναικώδης, γυψώδης, γωνιώδης
δαιμονιώδης, δαφνώδης, δενδρώδης, δερματώδης, δηλητηριώδης, δημώδης, διθυραμβώδης, δυσώδης
ελαιώδης, ελεφαντώδης, ελικώδης, ελκώδης, ελώδης, εμετώδης, ενθουσιώδης, επουσιώδης, εργώδης, ερεβώδης, ερπετώδης, ερυσιπελατώδης, ευώδης
ζοφώδης, ζωώδης
θαμνώδης, θειώδης, θηριώδης, θορυβώδης, θρομβώδης, θυελλώδης, θυμώδης, θυσανώδης
ικτερώδης, ιλιγγιώδης, ινώδης, ιξώδης, ιχθυώδης, ιώδης
καπνώδης, καρκινώδης, κεφαλαιώδης, κηρώδης, κητώδης, κινδυνώδης, κιρσώδης, κνησμώδης, κολλώδης, κολπώδης, κομμιώδης, κονιορτώδης, κοπιώδης, κοπρώδης, κοτυληδονώδης, κραιπαλώδης, κρημνώδης, κρυσταλλώδης, κτηνώδης, κυματώδης, κωματώδης
λαβυρινθώδης, λαιλαπώδης, λειχηνώδης, λεπρώδης, λευκωματώδης, ληθαργώδης, λιθώδης, λιμνώδης, λιμώδης, λιπώδης, λοιμώδης, λοχμώδης, λυσσώδης
μαιανδρώδης, μανιώδης, μαρασμώδης, μαρμαρώδης, μαστώδης, μελιτώδης, μυελώδης, μυθώδης, μυξώδης, μυστηριώδης, μυώδης
νανώδης, νεκρώδης, νευρώδης, νεφελώδης, νεφώδης, νηματώδης, νιτρώδης, νοσώδης
ξυλώδης
ογκώδης, οιδηματώδης, οινώδης, ομιχλώδης, ονειρώδης, οστεώδης, οστρακώδης, ουρώδης, ουσιώδης
παγετώδης, παιγνιώδης, παιδαριώδης, παλμώδης, παροιμιώδης, πετρώδης, πηδαλιώδης, πηλώδης, πιτυρώδης, πνευματώδης, πολτώδης, πομφολυγώδης, ποώδης, πτυχώδης, πυρετώδης, πυρηνώδης, πυρώδης, πυώδης
ρακώδης, ρεμβώδης, ρευματώδης, ρηγματώδης, ρητινώδης, ρυτιδώδης
σαρκώδης, σηραγγώδης, σιαλώδης, σκελετώδης, σκιώδης, σκληρώδης, σπασμώδης, σπηλαιώδης, σπογγώδης, σπονδυλώδης, στεατώδης, στοιχειώδης, στομφώδης, συριγγώδης, συριγματώδης, συρφετώδης, σωληνώδης, σωματώδης, σωτηριώδης
τελματώδης, τεναγώδης, τερατώδης, τεφρώδης, τρηματώδης, τρομώδης
υαλώδης, υδατώδης, υμενώδης, υπνώδης, υφαλώδης
φαντασιώδης, φαραγγώδης, φελλώδης, φλεβώδης, φλεγματώδης, φλεγμονώδης, φλογώδης, φλοιώδης, φλυκταινώδης, φρικώδης, φρυγανώδης, φυματώδης, φυσώδης
χαλικώδης, χαλώδης, χαραδρώδης, χαώδης, χειμαρρώδης, χιονώδης, χλοώδης, χνοώδης, χονδρώδης, χορτώδης, χοώδης, χρειώδης, χυλώδης, χυμώδης
ωώδης
αρχ.-μσν.
αιμασιώδης, αιμοραγγώδης, αλογώδης, ακριδώδης, ανδραποδώδης, βλιχώδης, βομβώδης, βοτρυχώδης, γλαυκώδης, γογγυλώδης, δραστηριώδης, δρυμώδης, δυσεντεριώδης, ελλοβώδης, ερεβινθώδης, ερειπιώδης, ζημιώδης, ζυμώδης, ηθμώδης, ημικυκλώδης, ημιχολώδης, θινώδης, θλιβώδης, θυλακώδης, ικμώδης, ιππώδης, ισθμώδης, κακώδης, κιναιδώδης, κλαδώδης, λιβανώδης, λιποθυμιώδης, λιώδης, μανιώδης, μειρακιώδης, μολυβδιώδης, ναρθηκώδης, νασμώδης, νεκταρώδης, ξυσματώδης, οζώδης, ορνιθώδης, οσπρεώδης, οχλώδης, παπυρώδης, πληγώδης, πυελώδης, ραδαμνώδης, ρειθρώδης, ριγώδης, σανδαραχώδης, σμαραγδώδης, σιδηρώδης, τερεβινδώδης, τεττιγώδης, τραγικώδης, υδεριώδης, υδρωπιώδης, υφαλώδης, φακώδης, φεγγώδης, φθεγγώδης, χεδροπώδης, χοιραδώδης, χολερώδης, ψαμαθώδης, ψαμμώδης, ψωριώδης, ωκιμώδης
νεοελλ.
αβυσσώδης, αγωνιώδης, αεριώδης, αερομιχλώδης, αλατώδης, αλματώδης, αμμοαργιλώδης, αμυλώδης, αμυχώδης, αναιτιώδης, βαλσαμώδης, βαλτώδης, βαναυσώδης, βατραχώδης, βλεννοπυώδης, βουτυρώδης, γαιανθρακώδης, γαλακτωματώδης, γλαυκωματώδης, γρανιτώδης, γριπώδης, δαιδαλώδης, δασώδης, δοθιηνώδης, εκζεματώδης, εμβρυώδης, ενστικτώδης, εξανθηματώδης, ερυθηματώδης, ζαχαρώδης, θεμελιώδης, θρηνώδης, ιδεώδης, ιζηματώδης, ιλαριώδης, καρκινώδης, καρπώδης, καταρρακτώδης, κοκκιώδης, κοκκώδης, κονδυλώδης, κονδυλωματώδης, κομμιωματώδης, κοπρανώδης, κοχλιώδης, κρεατώδης, κρομμυώδης, κυτταρώδης, κυψελώδης, λαρυγγώδης, λασπώδης, λυγμώδης, μεγαλειώδης, μεμβρανώδης, μνημειώδης, μυκητώδης, νηπιώδης, νησώδης, οινοπνευματώδης, οπιώδης, οργιώδης, οστρακιώδης, παταγώδης, πεισματώδης, περιπετειώδης, πηκτωματώδης, πιπερώδης, πισσώδης, πομπώδης, πορώδης, πτιλώδης, πτωματώδης, ρακώδης, σακχαρώδης, σαρκωματώδης, σιελώδης, σκανδαλώδης, στεπώδης, συννεφώδης, σφυγμώδης, ταραχώδης, τενοντώδης, τρικυμιώδης, τυρφώδης, υλακώδης, υπεριώδης, υποτυπώδης, φυματιώδης, φυραματώδης, φωσφορώδης, χασματώδης, χωματώδης, ψευδοϋμενώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ᾠδῆς — ἀοιδή song fem gen sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδῇς — ἀοιδή song fem dat pl (attic epic) ᾠδή song fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤδης — οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg οἰδέω swell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική …   Dictionary of Greek

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

  • ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] …   Dictionary of Greek

  • ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”